- εξευνουχίζω
- ἐξευνουχίζω (Α) [ευνουχίζω]ευνουχίζω, εκθηλύνω τελείως («ἐξευνουχισμένη ψυχή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξευνουχίζουσι — ἐξευνουχίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξευνουχίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευνουχισθείς — ἐξευνουχίζω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευνουχισθῆναι — ἐξευνουχίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευνούχισε — ἐξευνουχίζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευνούχισεν — ἐξευνουχίζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)